Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νικήρατος
νικητέον
νικητέος
νικητήρ
νικητήριος
νικητής
νικητικός
νικήτρια
νικήτωρ
νικηφορέω
νικηφορία
νικηφόρος
Νικίας
νικίδιον
νικόβουλος
Νικόδημος
νικόλαος
Νικόλαος
νικομάχας
Νικομήδης
νικοποιός
View word page
νικηφορία
a conquering, victory

ShortDef

a conquering, victory

Debugging

Headword:
νικηφορία
Headword (normalized):
νικηφορία
Headword (normalized/stripped):
νικηφορια
IDX:
59597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59598
Key:

Data

{'content': 'a conquering, victory'}