Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νικάω
νίκη
νικήεις
νίκημα
Νικήρατος
νικητέον
νικητέος
νικητήρ
νικητήριος
νικητής
νικητικός
νικήτρια
νικήτωρ
νικηφορέω
νικηφορία
νικηφόρος
Νικίας
νικίδιον
νικόβουλος
Νικόδημος
νικόλαος
View word page
νικητικός
likely to conquer, conducing to victory
ShortDef
likely to conquer, conducing to victory
Debugging
Headword:
νικητικός
Headword (normalized):
νικητικός
Headword (normalized/stripped):
νικητικος
IDX:
59593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59594
Key:
Data
{'content': 'likely to conquer, conducing to victory'}