Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακυρίωσις
ἀνάκυρτος
ἀνακωδωνίζω
ἀνακωκύω
ἀνάκωλος
ἀνακωμῳδέω
ἀνακῶς
ἀνακωχή
ἀναλάζομαι
ἀναλακεῖν
ἀναλακτίζω
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀνάλαμψις
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
ἀναλεαίνω
View word page
ἀναλακτίζω
kick upwards

ShortDef

kick upwards

Debugging

Headword:
ἀναλακτίζω
Headword (normalized):
ἀναλακτίζω
Headword (normalized/stripped):
αναλακτιζω
IDX:
5958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5959
Key:

Data

{'content': 'kick upwards'}