Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νικάδιον
νίκαθρον
Νίκαια
νικαῖος
Νίκανδρος
Νικάνωρ
νικάριον
Νικατόρειον
νικάτωρ
νικαφόρος
νικάω
νίκη
νικήεις
νίκημα
Νικήρατος
νικητέον
νικητέος
νικητήρ
νικητήριος
νικητής
νικητικός
View word page
νικάω
to conquer, prevail, vanquish

ShortDef

to conquer, prevail, vanquish

Debugging

Headword:
νικάω
Headword (normalized):
νικάω
Headword (normalized/stripped):
νικαω
IDX:
59583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59584
Key:

Data

{'content': 'to conquer, prevail, vanquish'}