Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακύπτω
ἀνακυρίωσις
ἀνάκυρτος
ἀνακωδωνίζω
ἀνακωκύω
ἀνάκωλος
ἀνακωμῳδέω
ἀνακῶς
ἀνακωχή
ἀναλάζομαι
ἀναλακεῖν
ἀναλακτίζω
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀνάλαμψις
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
ἀναλδήσκω
View word page
ἀναλακεῖν
cry aloud

ShortDef

cry aloud

Debugging

Headword:
ἀναλακεῖν
Headword (normalized):
ἀναλακεῖν
Headword (normalized/stripped):
αναλακειν
IDX:
5957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5958
Key:

Data

{'content': 'cry aloud'}