Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νηφαντικός
νήφρων
νήφω
νήφων
νηχεῖον
νήχυτος
νήχω
νῆψις
νιβατισμός
Νίγερ
νίγλαρος
νίζω
νίκα
νικάδιον
νίκαθρον
Νίκαια
νικαῖος
Νίκανδρος
Νικάνωρ
νικάριον
Νικατόρειον
View word page
νίγλαρος
a pipe
ShortDef
a pipe
Debugging
Headword:
νίγλαρος
Headword (normalized):
νίγλαρος
Headword (normalized/stripped):
νιγλαρος
IDX:
59570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59571
Key:
Data
{'content': 'a pipe'}