Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νηφαλίζω
νηφάλιος
νηφαλισμός
νηφαντικός
νήφρων
νήφω
νήφων
νηχεῖον
νήχυτος
νήχω
νῆψις
νιβατισμός
Νίγερ
νίγλαρος
νίζω
νίκα
νικάδιον
νίκαθρον
Νίκαια
νικαῖος
Νίκανδρος
View word page
νῆψις
soberness
ShortDef
soberness
Debugging
Headword:
νῆψις
Headword (normalized):
νῆψις
Headword (normalized/stripped):
νηψις
IDX:
59567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59568
Key:
Data
{'content': 'soberness'}