Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νηφαλιεύω
νηφαλίζω
νηφάλιος
νηφαλισμός
νηφαντικός
νήφρων
νήφω
νήφων
νηχεῖον
νήχυτος
νήχω
νῆψις
νιβατισμός
Νίγερ
νίγλαρος
νίζω
νίκα
νικάδιον
νίκαθρον
Νίκαια
νικαῖος
View word page
νήχω
to swim
ShortDef
to swim
Debugging
Headword:
νήχω
Headword (normalized):
νήχω
Headword (normalized/stripped):
νηχω
IDX:
59566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59567
Key:
Data
{'content': 'to swim'}