Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νήϋτμος
νηφαλέος
νηφαλέωσις
νηφαλιεύω
νηφαλίζω
νηφάλιος
νηφαλισμός
νηφαντικός
νήφρων
νήφω
νήφων
νηχεῖον
νήχυτος
νήχω
νῆψις
νιβατισμός
Νίγερ
νίγλαρος
νίζω
νίκα
νικάδιον
View word page
νήφων
sober

ShortDef

sober

Debugging

Headword:
νήφων
Headword (normalized):
νήφων
Headword (normalized/stripped):
νηφων
IDX:
59563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59564
Key:

Data

{'content': 'sober'}