Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νηττοφύλαξ
νήϋτμος
νηφαλέος
νηφαλέωσις
νηφαλιεύω
νηφαλίζω
νηφάλιος
νηφαλισμός
νηφαντικός
νήφρων
νήφω
νήφων
νηχεῖον
νήχυτος
νήχω
νῆψις
νιβατισμός
Νίγερ
νίγλαρος
νίζω
νίκα
View word page
νήφω
to drink no wine
ShortDef
to drink no wine
Debugging
Headword:
νήφω
Headword (normalized):
νήφω
Headword (normalized/stripped):
νηφω
IDX:
59562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59563
Key:
Data
{'content': 'to drink no wine'}