Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νῆττα
νηττάριον
νηττοφόνος
νηττοφύλαξ
νήϋτμος
νηφαλέος
νηφαλέωσις
νηφαλιεύω
νηφαλίζω
νηφάλιος
νηφαλισμός
νηφαντικός
νήφρων
νήφω
νήφων
νηχεῖον
νήχυτος
νήχω
νῆψις
νιβατισμός
Νίγερ
View word page
νηφαλισμός
soberness
ShortDef
soberness
Debugging
Headword:
νηφαλισμός
Headword (normalized):
νηφαλισμός
Headword (normalized/stripped):
νηφαλισμος
IDX:
59559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59560
Key:
Data
{'content': 'soberness'}