Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νησύδριον
νήτιτος
νητοειδής
νητός
νῆτρον
νῆττα
νηττάριον
νηττοφόνος
νηττοφύλαξ
νήϋτμος
νηφαλέος
νηφαλέωσις
νηφαλιεύω
νηφαλίζω
νηφάλιος
νηφαλισμός
νηφαντικός
νήφρων
νήφω
νήφων
νηχεῖον
View word page
νηφαλέος
sanely
ShortDef
sanely
Debugging
Headword:
νηφαλέος
Headword (normalized):
νηφαλέος
Headword (normalized/stripped):
νηφαλεος
IDX:
59554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59555
Key:
Data
{'content': 'sanely'}