Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηστός
νησύδριον
νήτιτος
νητοειδής
νητός
νῆτρον
νῆττα
νηττάριον
νηττοφόνος
νηττοφύλαξ
νήϋτμος
νηφαλέος
νηφαλέωσις
νηφαλιεύω
νηφαλίζω
νηφάλιος
νηφαλισμός
νηφαντικός
νήφρων
νήφω
νήφων
View word page
νήϋτμος
breathless

ShortDef

breathless

Debugging

Headword:
νήϋτμος
Headword (normalized):
νήϋτμος
Headword (normalized/stripped):
νηυτμος
IDX:
59553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59554
Key:

Data

{'content': 'breathless'}