Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νήστης
νηστικός
νήστιμος
νῆστις
νηστοποσία
νηστοποτέω
νηστός
νησύδριον
νήτιτος
νητοειδής
νητός
νῆτρον
νῆττα
νηττάριον
νηττοφόνος
νηττοφύλαξ
νήϋτμος
νηφαλέος
νηφαλέωσις
νηφαλιεύω
νηφαλίζω
View word page
νητός
heaped, piled up

ShortDef

heaped, piled up

Debugging

Headword:
νητός
Headword (normalized):
νητός
Headword (normalized/stripped):
νητος
IDX:
59547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59548
Key:

Data

{'content': 'heaped, piled up'}