Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νηστεία
νήστειρα
νηστεύω
νήστης
νηστικός
νήστιμος
νῆστις
νηστοποσία
νηστοποτέω
νηστός
νησύδριον
νήτιτος
νητοειδής
νητός
νῆτρον
νῆττα
νηττάριον
νηττοφόνος
νηττοφύλαξ
νήϋτμος
νηφαλέος
View word page
νησύδριον
islet
ShortDef
islet
Debugging
Headword:
νησύδριον
Headword (normalized):
νησύδριον
Headword (normalized/stripped):
νησυδριον
IDX:
59544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59545
Key:
Data
{'content': 'islet'}