Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νησσοτροφεῖον
νηστεία
νήστειρα
νηστεύω
νήστης
νηστικός
νήστιμος
νῆστις
νηστοποσία
νηστοποτέω
νηστός
νησύδριον
νήτιτος
νητοειδής
νητός
νῆτρον
νῆττα
νηττάριον
νηττοφόνος
νηττοφύλαξ
νήϋτμος
View word page
νηστός
spun

ShortDef

spun

Debugging

Headword:
νηστός
Headword (normalized):
νηστός
Headword (normalized/stripped):
νηστος
IDX:
59543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59544
Key:

Data

{'content': 'spun'}