Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
νησσοτροφεῖον
νηστεία
νήστειρα
νηστεύω
νήστης
νηστικός
νήστιμος
νῆστις
νηστοποσία
νηστοποτέω
νηστός
νησύδριον
νήτιτος
νητοειδής
νητός
νῆτρον
νῆττα
νηττάριον
View word page
νῆστις
not eating, fasting
ShortDef
not eating, fasting
Debugging
Headword:
νῆστις
Headword (normalized):
νῆστις
Headword (normalized/stripped):
νηστις
IDX:
59540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59541
Key:
Data
{'content': 'not eating, fasting'}