Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
νησσοτροφεῖον
νηστεία
νήστειρα
νηστεύω
νήστης
νηστικός
νήστιμος
νῆστις
νηστοποσία
νηστοποτέω
νηστός
νησύδριον
νήτιτος
νητοειδής
νητός
View word page
νήστης
one who is fasting, on an empty stomach

ShortDef

one who is fasting, on an empty stomach

Debugging

Headword:
νήστης
Headword (normalized):
νήστης
Headword (normalized/stripped):
νηστης
IDX:
59537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59538
Key:

Data

{'content': 'one who is fasting, on an empty stomach'}