Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νησοποιέω
νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
νησσοτροφεῖον
νηστεία
νήστειρα
νηστεύω
νήστης
νηστικός
νήστιμος
νῆστις
νηστοποσία
νηστοποτέω
νηστός
νησύδριον
νήτιτος
νητοειδής
View word page
νηστεύω
to fast

ShortDef

to fast

Debugging

Headword:
νηστεύω
Headword (normalized):
νηστεύω
Headword (normalized/stripped):
νηστευω
IDX:
59536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59537
Key:

Data

{'content': 'to fast'}