Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
νησοποιέω
νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
νησσοτροφεῖον
νηστεία
νήστειρα
νηστεύω
νήστης
νηστικός
νήστιμος
νῆστις
νηστοποσία
νηστοποτέω
View word page
νησσίον
duckling

ShortDef

duckling

Debugging

Headword:
νησσίον
Headword (normalized):
νησσίον
Headword (normalized/stripped):
νησσιον
IDX:
59532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59533
Key:

Data

{'content': 'duckling'}