Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
νησοποιέω
νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
νησσοτροφεῖον
νηστεία
νήστειρα
νηστεύω
νήστης
νηστικός
νήστιμος
νῆστις
View word page
νησοφύλαξ
island-guard
ShortDef
island-guard
Debugging
Headword:
νησοφύλαξ
Headword (normalized):
νησοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
νησοφυλαξ
IDX:
59530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59531
Key:
Data
{'content': 'island-guard'}