Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακύκλωσις
ἀνακυλίνδω
ἀνακυλίω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακυπόω
ἀνακύπτω
ἀνακυρίωσις
ἀνάκυρτος
ἀνακωδωνίζω
ἀνακωκύω
ἀνάκωλος
ἀνακωμῳδέω
ἀνακῶς
ἀνακωχή
ἀναλάζομαι
ἀναλακεῖν
ἀναλακτίζω
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀνάλαμψις
View word page
ἀνάκωλος
docked, curtailed

ShortDef

docked, curtailed

Debugging

Headword:
ἀνάκωλος
Headword (normalized):
ἀνάκωλος
Headword (normalized/stripped):
ανακωλος
IDX:
5952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5953
Key:

Data

{'content': 'docked, curtailed'}