Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νῆσις2
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
νησοποιέω
νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
νησσοτροφεῖον
νηστεία
νήστειρα
νηστεύω
νήστης
νηστικός
View word page
νῆσορ
[lexical cite]
ShortDef
[lexical cite]
Debugging
Headword:
νῆσορ
Headword (normalized):
νῆσορ
Headword (normalized/stripped):
νησορ
IDX:
59528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59529
Key:
Data
{'content': '[lexical cite]'}