Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νησίς
νῆσις
νῆσις2
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
νησοποιέω
νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
νησσοτροφεῖον
νηστεία
νήστειρα
νηστεύω
View word page
νησοποιέω
insulate
ShortDef
insulate
Debugging
Headword:
νησοποιέω
Headword (normalized):
νησοποιέω
Headword (normalized/stripped):
νησοποιεω
IDX:
59526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59527
Key:
Data
{'content': 'insulate'}