Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νησίον
νησίς
νῆσις
νῆσις2
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
νησοποιέω
νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
νησσοτροφεῖον
νηστεία
νήστειρα
View word page
νησόομαι
become an island
ShortDef
become an island
Debugging
Headword:
νησόομαι
Headword (normalized):
νησόομαι
Headword (normalized/stripped):
νησοομαι
IDX:
59525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59526
Key:
Data
{'content': 'become an island'}