Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νησίς
νῆσις
νῆσις2
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
νησοποιέω
νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
νησσοτροφεῖον
View word page
νησοειδής
like an island
ShortDef
like an island
Debugging
Headword:
νησοειδής
Headword (normalized):
νησοειδής
Headword (normalized/stripped):
νησοειδης
IDX:
59523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59524
Key:
Data
{'content': 'like an island'}