Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νησιάρχης
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νησίς
νῆσις
νῆσις2
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
νησοποιέω
νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
νῆσσα
νησσίον
View word page
νησοβασίλεια
queen of the islands

ShortDef

queen of the islands

Debugging

Headword:
νησοβασίλεια
Headword (normalized):
νησοβασίλεια
Headword (normalized/stripped):
νησοβασιλεια
IDX:
59522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59523
Key:

Data

{'content': 'queen of the islands'}