Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νησεύομαι
νησιαρχέω
νησιάρχης
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νησίς
νῆσις
νῆσις2
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
νησοποιέω
νησόπολις
νῆσορ
νῆσος
νησοφύλαξ
View word page
νησιώτης
an islander
ShortDef
an islander
Debugging
Headword:
νησιώτης
Headword (normalized):
νησιώτης
Headword (normalized/stripped):
νησιωτης
IDX:
59520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59521
Key:
Data
{'content': 'an islander'}