Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νησαίη
Νήσαιον
νησαῖος
Νησαῖος
νησεύομαι
νησιαρχέω
νησιάρχης
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νησίς
νῆσις
νῆσις2
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
νησοποιέω
View word page
νησίς
an islet

ShortDef

an islet

Debugging

Headword:
νησίς
Headword (normalized):
νησίς
Headword (normalized/stripped):
νησις
IDX:
59516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59517
Key:

Data

{'content': 'an islet'}