Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηρός
Νησαίη
Νήσαιον
νησαῖος
Νησαῖος
νησεύομαι
νησιαρχέω
νησιάρχης
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νησίς
νῆσις
νῆσις2
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
νησόομαι
View word page
νησίον
an islet

ShortDef

an islet

Debugging

Headword:
νησίον
Headword (normalized):
νησίον
Headword (normalized/stripped):
νησιον
IDX:
59515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59516
Key:

Data

{'content': 'an islet'}