Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηριτοτρόφος
νηρός
Νησαίη
Νήσαιον
νησαῖος
Νησαῖος
νησεύομαι
νησιαρχέω
νησιάρχης
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νησίς
νῆσις
νῆσις2
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
νησομαχία
View word page
νησίζω
to be or form an island

ShortDef

to be or form an island

Debugging

Headword:
νησίζω
Headword (normalized):
νησίζω
Headword (normalized/stripped):
νησιζω
IDX:
59514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59515
Key:

Data

{'content': 'to be or form an island'}