Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νήριτος
νηριτοτρόφος
νηρός
Νησαίη
Νήσαιον
νησαῖος
Νησαῖος
νησεύομαι
νησιαρχέω
νησιάρχης
νησίδιον
νησίζω
νησίον
νησίς
νῆσις
νῆσις2
νησίτης
νησιώτης
νησιωτικός
νησοβασίλεια
νησοειδής
View word page
νησίδιον
an islet

ShortDef

an islet

Debugging

Headword:
νησίδιον
Headword (normalized):
νησίδιον
Headword (normalized/stripped):
νησιδιον
IDX:
59513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59514
Key:

Data

{'content': 'an islet'}