Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηπιότης
νηπιοτροφέω
νηπιοφροσύνη
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νήπλυτος
νηποινεί
νήποινος
νήπτης
νηπτικός
νήπυστος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νήρειος
νηρείτης
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
Νήρικος
νήριον
νῆρις
View word page
νήπυστος
not heard, not learnt

ShortDef

not heard, not learnt

Debugging

Headword:
νήπυστος
Headword (normalized):
νήπυστος
Headword (normalized/stripped):
νηπυστος
IDX:
59490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59491
Key:

Data

{'content': 'not heard, not learnt'}