Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νήπιος
νηπιότης
νηπιοτροφέω
νηπιοφροσύνη
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νήπλυτος
νηποινεί
νήποινος
νήπτης
νηπτικός
νήπυστος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νήρειος
νηρείτης
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
Νήρικος
νήριον
View word page
νηπτικός
sober
ShortDef
sober
Debugging
Headword:
νηπτικός
Headword (normalized):
νηπτικός
Headword (normalized/stripped):
νηπτικος
IDX:
59489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59490
Key:
Data
{'content': 'sober'}