Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νηπιοκτόνος
νήπιος
νηπιότης
νηπιοτροφέω
νηπιοφροσύνη
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νήπλυτος
νηποινεί
νήποινος
νήπτης
νηπτικός
νήπυστος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νήρειος
νηρείτης
Νηρεύς
Νηρηΐς
νήριθμος
Νήρικος
View word page
νήπτης
sober, discreet
ShortDef
sober, discreet
Debugging
Headword:
νήπτης
Headword (normalized):
νήπτης
Headword (normalized/stripped):
νηπτης
IDX:
59488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59489
Key:
Data
{'content': 'sober, discreet'}