Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νηπιαχώδης
νηπιέη
νηπιοκτόνος
νήπιος
νηπιότης
νηπιοτροφέω
νηπιοφροσύνη
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νήπλυτος
νηποινεί
νήποινος
νήπτης
νηπτικός
νήπυστος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νήρειος
νηρείτης
Νηρεύς
Νηρηΐς
View word page
νηποινεί
with impunity
ShortDef
with impunity
Debugging
Headword:
νηποινεί
Headword (normalized):
νηποινεί
Headword (normalized/stripped):
νηποινει
IDX:
59486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59487
Key:
Data
{'content': 'with impunity'}