Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιαχώδης
νηπιέη
νηπιοκτόνος
νήπιος
νηπιότης
νηπιοτροφέω
νηπιοφροσύνη
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νήπλυτος
νηποινεί
νήποινος
νήπτης
νηπτικός
νήπυστος
νηπυτιεύομαι
νηπύτιος
Νήρειος
νηρείτης
View word page
νήπλεκτος
with unbraided hair

ShortDef

with unbraided hair

Debugging

Headword:
νήπλεκτος
Headword (normalized):
νήπλεκτος
Headword (normalized/stripped):
νηπλεκτος
IDX:
59484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59485
Key:

Data

{'content': 'with unbraided hair'}