Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηπευθής
νηπιάα
νηπιάζω
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιαχώδης
νηπιέη
νηπιοκτόνος
νήπιος
νηπιότης
νηπιοτροφέω
νηπιοφροσύνη
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νήπλυτος
νηποινεί
νήποινος
νήπτης
νηπτικός
νήπυστος
νηπυτιεύομαι
View word page
νηπιοτροφέω
nurse, tend children

ShortDef

nurse, tend children

Debugging

Headword:
νηπιοτροφέω
Headword (normalized):
νηπιοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
νηπιοτροφεω
IDX:
59481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59482
Key:

Data

{'content': 'nurse, tend children'}