Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηπελέω
νηπενθής
νηπευθής
νηπιάα
νηπιάζω
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιαχώδης
νηπιέη
νηπιοκτόνος
νήπιος
νηπιότης
νηπιοτροφέω
νηπιοφροσύνη
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νήπλυτος
νηποινεί
νήποινος
νήπτης
νηπτικός
View word page
νήπιος
infant, childish

ShortDef

infant, childish

Debugging

Headword:
νήπιος
Headword (normalized):
νήπιος
Headword (normalized/stripped):
νηπιος
IDX:
59479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59480
Key:

Data

{'content': 'infant, childish'}