Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηοφόρος
νηπεκτής
νήπεκτος
νηπελέω
νηπενθής
νηπευθής
νηπιάα
νηπιάζω
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιαχώδης
νηπιέη
νηπιοκτόνος
νήπιος
νηπιότης
νηπιοτροφέω
νηπιοφροσύνη
νηπιόφρων
νήπλεκτος
νήπλυτος
νηποινεί
View word page
νηπιαχώδης
childish

ShortDef

childish

Debugging

Headword:
νηπιαχώδης
Headword (normalized):
νηπιαχώδης
Headword (normalized/stripped):
νηπιαχωδης
IDX:
59476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59477
Key:

Data

{'content': 'childish'}