Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηοσόος
νηοφθόρος
νηοφόρος
νηπεκτής
νήπεκτος
νηπελέω
νηπενθής
νηπευθής
νηπιάα
νηπιάζω
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιαχώδης
νηπιέη
νηπιοκτόνος
νήπιος
νηπιότης
νηπιοτροφέω
νηπιοφροσύνη
νηπιόφρων
νήπλεκτος
View word page
νηπιαχεύω
to be childish, play like a child

ShortDef

to be childish, play like a child

Debugging

Headword:
νηπιαχεύω
Headword (normalized):
νηπιαχεύω
Headword (normalized/stripped):
νηπιαχευω
IDX:
59474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59475
Key:

Data

{'content': 'to be childish, play like a child'}