Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νῆξις
νηοπόλος
νηοπορέω
νηός
νηοσόος
νηοφθόρος
νηοφόρος
νηπεκτής
νήπεκτος
νηπελέω
νηπενθής
νηπευθής
νηπιάα
νηπιάζω
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιαχώδης
νηπιέη
νηπιοκτόνος
νήπιος
νηπιότης
View word page
νηπενθής
banishing pain

ShortDef

banishing pain

Debugging

Headword:
νηπενθής
Headword (normalized):
νηπενθής
Headword (normalized/stripped):
νηπενθης
IDX:
59470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59471
Key:

Data

{'content': 'banishing pain'}