Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νηνίται
νῆξις
νηοπόλος
νηοπορέω
νηός
νηοσόος
νηοφθόρος
νηοφόρος
νηπεκτής
νήπεκτος
νηπελέω
νηπενθής
νηπευθής
νηπιάα
νηπιάζω
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιαχώδης
νηπιέη
νηπιοκτόνος
νήπιος
View word page
νηπελέω
to be powerless
ShortDef
to be powerless
Debugging
Headword:
νηπελέω
Headword (normalized):
νηπελέω
Headword (normalized/stripped):
νηπελεω
IDX:
59469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59470
Key:
Data
{'content': 'to be powerless'}