Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
νηνέω
νηνία
νηνίται
νῆξις
νηοπόλος
νηοπορέω
νηός
νηοσόος
νηοφθόρος
νηοφόρος
νηπεκτής
νήπεκτος
νηπελέω
νηπενθής
νηπευθής
νηπιάα
νηπιάζω
νηπιαχεύω
νηπίαχος
νηπιαχώδης
νηπιέη
View word page
νηπεκτής
with hair uncombed, dishevelled
ShortDef
with hair uncombed, dishevelled
Debugging
Headword:
νηπεκτής
Headword (normalized):
νηπεκτής
Headword (normalized/stripped):
νηπεκτης
IDX:
59467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59468
Key:
Data
{'content': 'with hair uncombed, dishevelled'}