Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακυκλέω
ἀνακύκλησις
ἀνακυκλητέον
ἀνακυκλικός
ἀνακυκλισμός
ἀνακυκλόω
ἀνακύκλωμα
ἀνακύκλωσις
ἀνακυλίνδω
ἀνακυλίω
ἀνακυμβαλιάζω
ἀνακυπόω
ἀνακύπτω
ἀνακυρίωσις
ἀνάκυρτος
ἀνακωδωνίζω
ἀνακωκύω
ἀνάκωλος
ἀνακωμῳδέω
ἀνακῶς
ἀνακωχή
View word page
ἀνακυμβαλιάζω
to fall rattling over

ShortDef

to fall rattling over

Debugging

Headword:
ἀνακυμβαλιάζω
Headword (normalized):
ἀνακυμβαλιάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακυμβαλιαζω
IDX:
5945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5946
Key:

Data

{'content': 'to fall rattling over'}