Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νῆμα
νηματικός
νηματώδης
νημέρτεια
νημερτής
νημηθής
νηνεμέω
νηνεμία
νηνεμίη
νήνεμος
νηνεμόω
νηνέω
νηνία
νηνίται
νῆξις
νηοπόλος
νηοπορέω
νηός
νηοσόος
νηοφθόρος
νηοφόρος
View word page
νηνεμόω
make calm

ShortDef

make calm

Debugging

Headword:
νηνεμόω
Headword (normalized):
νηνεμόω
Headword (normalized/stripped):
νηνεμοω
IDX:
59456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59457
Key:

Data

{'content': 'make calm'}