Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηλίπεζος
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νῆμα
νηματικός
νηματώδης
νημέρτεια
νημερτής
νημηθής
νηνεμέω
νηνεμία
νηνεμίη
νήνεμος
νηνεμόω
νηνέω
νηνία
νηνίται
νῆξις
νηοπόλος
νηοπορέω
νηός
View word page
νηνεμία
stillness in the air, a calm

ShortDef

stillness in the air, a calm

Debugging

Headword:
νηνεμία
Headword (normalized):
νηνεμία
Headword (normalized/stripped):
νηνεμια
IDX:
59453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59454
Key:

Data

{'content': 'stillness in the air, a calm'}