Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νηλής
νηλίπεζος
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νῆμα
νηματικός
νηματώδης
νημέρτεια
νημερτής
νημηθής
νηνεμέω
νηνεμία
νηνεμίη
νήνεμος
νηνεμόω
νηνέω
νηνία
νηνίται
νῆξις
νηοπόλος
νηοπορέω
View word page
νηνεμέω
to be still

ShortDef

to be still

Debugging

Headword:
νηνεμέω
Headword (normalized):
νηνεμέω
Headword (normalized/stripped):
νηνεμεω
IDX:
59452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59453
Key:

Data

{'content': 'to be still'}