Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Νηληϊάδης
Νηλήϊος
νηλής
νηλίπεζος
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νῆμα
νηματικός
νηματώδης
νημέρτεια
νημερτής
νημηθής
νηνεμέω
νηνεμία
νηνεμίη
νήνεμος
νηνεμόω
νηνέω
νηνία
νηνίται
νῆξις
View word page
νημερτής
unerring, infallible

ShortDef

unerring, infallible

Debugging

Headword:
νημερτής
Headword (normalized):
νημερτής
Headword (normalized/stripped):
νημερτης
IDX:
59450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59451
Key:

Data

{'content': 'unerring, infallible'}