Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

νήλευστος
Νηληϊάδης
Νηλήϊος
νηλής
νηλίπεζος
νηλιποκαιβλεπέλαιοι
νηλίπους
νῆμα
νηματικός
νηματώδης
νημέρτεια
νημερτής
νημηθής
νηνεμέω
νηνεμία
νηνεμίη
νήνεμος
νηνεμόω
νηνέω
νηνία
νηνίται
View word page
νημέρτεια
certainty, truth

ShortDef

certainty, truth

Debugging

Headword:
νημέρτεια
Headword (normalized):
νημέρτεια
Headword (normalized/stripped):
νημερτεια
IDX:
59449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-59450
Key:

Data

{'content': 'certainty, truth'}